- στερεοφωνικός
- stereo, stereofonik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
στερεοφωνικός — ή, ό, Ν 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοφωνία 2. φρ. α) «στερεοφωνικό συγκρότημα [ή σύστημα]» ή, απλώς, «στερεοφωνικό» ηλεκτρακουστικό ηλεκτρονικό σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο δίνει στον ακροατή την εντύπωση … Dictionary of Greek
στερεοφωνικός — ή, ό αυτός που εγγράφει και αποδίδει τον ήχο με τρόπο στερεοφωνικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
στέρεο — το, Ν (συντμ. τ.) στερεοφωνικός … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek